ἐνάργεια

ἐνάργεια
ἐνάργ-εια, ,
A clearness, distinctness, vividness, Pl.Plt.277c.
2 Philos., clear and distinct perception, Epicur.Ep.1p.11U., al.
3 Rhet., vivid description, D.H.Lys.7; joined with συντομία, Phld. Po.5.3.
II clear view,

Ἰταλίας Plb.3.54.2

, etc.
III selfevidence, Phld.Sign.15,al.;

ἡ ἐ. δείκνυσιν Diogenian.Epicur.4.10

; παρὰ τὴν ἐ. contrary to manifest facts, Olymp.in Mete.215.12.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐναργείᾳ — ἐναργείᾱͅ , ἐνάργεια clearness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ενάργεια —         (enargeia) (греч.) непо средств. очевидность. По Эпикуру, свойство чувств. восприятия; критерий истины. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г.… …   Философская энциклопедия

  • ἐνάργεια — clearness fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενάργεια — η (AM ἐνάργεια) η αισθητοποίηση σκέψεων, εντυπώσεων, ιδεών κ.λπ. με ζωηρό ύφος, ζωηρή περιγραφή, διαύγεια, σαφήνεια εκφράσεως αρχ. 1. καθαρότητα, σαφήνεια, ευκρίνεια 2. εναργής θέα, καθαρότητα παραστάσεως 3. οφθαλμοφάνεια, η ιδιότητα τού… …   Dictionary of Greek

  • ενάργεια — η 1. ευκρίνεια, σαφήνεια. 2. καθαρότητα ύφους, ζωηρότητα περιγραφής, δύναμη λόγου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐναργείας — ἐναργείᾱς , ἐνάργεια clearness fem acc pl ἐναργείᾱς , ἐνάργεια clearness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναργείαι — ἐναργείᾱͅ , ἐνάργεια clearness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναργειῶν — ἐνάργεια clearness fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναργείαις — ἐνάργεια clearness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνάργειαι — ἐνάργεια clearness fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνάργειαν — ἐνάργεια clearness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”